πεζο-μάχος

  • 1χερσομάχος — ὁ, Μ αυτός που μάχεται στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. πεζο μάχος] …

    Dictionary of Greek

  • 2κολοβομάχη — και κολοβομαχία, ἡ (Α) (ονομασία για το Θ τής Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχία, πεζο μαχία] …

    Dictionary of Greek