πεζοβόας

  • 1πεζοβόας — ὁ, Α 1. στρατιώτης που εκθάλλει πολεμική ιαχή πεζός 2. (κατ επέκτ.) πεζός στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βόας] …

    Dictionary of Greek

  • 2πεζοβόαις — πεζοβόας one who responds to the battle cry on foot masc dat pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …

    Dictionary of Greek