Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πείσμα

  • 1 πείσμα

    [пизма] ουσ. о. упрямство, упорство, настойчивость,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πείσμα

  • 2 назло

    назло
    нареч στό πείσμα, ἀπό κακίαν:
    \назло кому-л. γιά τό (или στό) πείσμα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > назло

  • 3 наперекор

    наперекор
    нареч στό πείσμα, ἀψηφώντας:
    идти́ \наперекор ἀψηφώ, κάνω κάτι στό πείσμα.

    Русско-новогреческий словарь > наперекор

  • 4 досада

    θ.
    πείσμα, αγανάκτηση, θλιψοργή, θλίψη• πίκρα, κακό•

    выместить на ком свою -у ξεσπώ σε κάποιον•

    подавить -у πνίγω την οργή•

    скрывать свою -у κάνω τον αδιάφορο, κρύβω τη θλιψοργή•

    сдерживать -у συγκρατώ το πείσμα•

    треснуть с -ы σκάζω από το κακό μου•

    он заплакал от -ы αυτός έκλαψε από το κακό του•

    какая досада ! τι κακό!•

    что за -! τί κακό ειν' αυτό!

    Большой русско-греческий словарь > досада

  • 5 назло

    επίρ.
    για πείσμα προς, από πείσμα προς, για κακό προς, από κακία προς•

    назло они это сделали мне назло αυτοί το έκαμαν αυτό για να με κακιώσουν (να με σκάσουν).

    Большой русско-греческий словарь > назло

  • 6 наперекор

    επίρ. κ. πρόθ. ενάντια, αντίθετα προς, παρά και ενάντια, κόντρα σε πείσμα παρά•

    наперекор судьбы κόντρα στην τύχη•

    длать наперекор κάνω σε πείσμα•

    идти наперекор πηγαίνω κόντρα•

    наперекор желаниям αντίθετα προς τους πόθους•

    наперекор обычаю παρά τη συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > наперекор

  • 7 вопреки

    вопреки
    предлог παρά, στό πείσμα, ἀντίθετα:
    \вопреки чьему́-л. желанию παρά τήν ἐπιθυμία κάποιου· \вопреки здравому смыслу παρά κάθε λογική· \вопреки закону παρά τόν νόμο, κατά παράβαση τοῦ νόμου.

    Русско-новогреческий словарь > вопреки

  • 8 ерепениться

    ерепениться
    несов разг πεισμώνω, βάζω πείσμα, τσινάω.

    Русско-новогреческий словарь > ерепениться

  • 9 заупрямиться

    заупрямиться
    сов πεισμώνω (άμετ.), μέ πιάνει τό πείσμα

    Русско-новогреческий словарь > заупрямиться

  • 10 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 11 настоичивость

    насто́и́чив||ость
    ж ἡ ἐμμονή, ἡ ἐπιμονή, τό πείσμα.

    Русско-новогреческий словарь > настоичивость

  • 12 норов

    норов
    м разг ἡ ίσχυρογνωμοσύνη, τό πείσμα, ἡ δυστροπία:
    человек с \норовом ἄνθρωπος πεισματάρης, ἰσχυρογνώμων.

    Русско-новогреческий словарь > норов

  • 13 пика

    пи́к||а I ж (оружие) τό δόρυ, τό κοντάρι· ◊ в \пикау кому-л. γιά τό γινάτι, στό πείσμα κάποιου, γιά νά πικάρω κάποιον. пика II ж см. пи́кн.

    Русско-новогреческий словарь > пика

  • 14 тупой

    туп||ой
    прил
    1. (об остром предмете) ἀμβλύς, στομωμένος:, \тупой нож τό στομω-μένο μαχαίρι· \тупойая пила τό στομωμένο πριόνι·
    2. (о человеке) χοντροκέφαλος·
    3. (глуповатый, бессмысленный) χαζός, ἀνόητος:
    \тупой взгляд τό ἡλίθιο βλέμμα· \тупойая улыбка τό ἡλίθιο χαμόγελο·
    4. (о чувствах, переживаниях):
    \тупой страх ὁ ζωώδης φόβος· \тупойо́е отчаяние ἡ ἔσχατη ἀπελπισία· \тупойо́е упрямство τό ἀνόητο πείσμα· ◊ \тупой угол ἡ ἀμβλεία γωνία· \тупойые носы (об обуви) ἡ πλατειά μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > тупой

  • 15 упираться

    упираться
    несов
    1. (чем-л. во что-л.) στηρίζομαι, ἀκουμπώ:
    \упираться ногами в землю στηρίζομαι μέ τά πόδια μου στή γή·
    2. (упрямиться) разг πεισμώνω, ἐπιμένω:
    он долго упирался, потом все рассказал ήταν πολλή ὠρα πεισμωμένος, ὑστερα τά είπε ὅλα·
    3. (встречать препятствие) разг προσκρούω, σκοντάφτω:
    все упирается в недостаток времени ὅλα σκοντάφτουν στήν Ελλειψη χρόνου· ◊ \упираться руками и йогами ἀντιστέκομαι μέ πείσμα, ἐναντιώνομαι μέ ὅλα τά μέσα.

    Русско-новогреческий словарь > упираться

  • 16 упорство

    упор||ство
    с
    1. ἡ ἐπιμονή, ἡ ἐμμονή:
    неутомимое \упорствоство ἡ ἀκούραστη ἐπιμονή·
    2. (упрямство) τό πείσμα, ἡ ἐπιμονή.

    Русско-новогреческий словарь > упорство

  • 17 упрямство

    упря||мство
    с τό πείσμα, ἡ ίσχυρογνωμοσύνη, τό γινάτι, ἡ ἐπιμονή.

    Русско-новогреческий словарь > упрямство

  • 18 назло

    [ναζλά] εκίρ. στο πείσμα, από κακία

    Русско-греческий новый словарь > назло

  • 19 наперекор

    [ναπιρικόρ] επίρ. στο πείσμα

    Русско-греческий новый словарь > наперекор

  • 20 назло

    [ναζλά] επίρ στο πείσμα, από κακία

    Русско-эллинский словарь > назло

См. также в других словарях:

  • πεῖσμα — ship s cable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… …   Dictionary of Greek

  • πείσμα — το η αμετάθετη επιμονή σε μια άποψη, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι: Έχει τρομερό πείσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεισματώνω — [πείσμα, ατος (Ι)] 1. κάνω κάποιον να βάλει πείσμα, προκαλώ το πείσμα του, την πείσμονα αντίδρασή του, τόν εξερεθίζω, τόν εξοργίζω 2. (αμτβ.) βάζω πείσμα, θυμώνω, φανατίζομαι, εξοργίζομαι …   Dictionary of Greek

  • πεισμώνω — [πείσμα (Ι)] 1. κάνω κάποιον πείσμονα, πεισματάρη, πεισματώνω κάποιον 2. γίνομαι πείσμων, ισχυρογνώμων, επίμονος, προκαλείται μέσα μου πεισματική αντίδραση («πείσμωσε και δεν μιλάει σε κανέναν» 3. φρ. «πεισμωμένη μάχη» η μάχη που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • πεῖσμ' — πεῖσμα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γινάτι — και γενάτι και ινάτι, το 1. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη 2. αντιπάθεια που προέρχεται από πείσμα, εχθρική διάθεση, μίσος («τόν πιάσανε τα γινάτια») 3. παροιμ. «το γινάτι βγάζει μάτι» το πείσμα οδηγεί σε απάνθρωπη συμπεριφορά ή βλάπτει τον ίδιο τον… …   Dictionary of Greek

  • πεισματικός — ή, ό / πεισματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πείσμα, ατος (Ι)] αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικά λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα 2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως… …   Dictionary of Greek

  • πεισματώδης — ες 1. αυτός που γίνεται με πείσμα, με επιμονή 2. συνεκδ. σφοδρός, σκληρός («πεισματώδης μάχη»). επίρρ... πεισματωδώς με πείσμα, με επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα, ατος (Ι) + ώδης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ν. Δραγούμη] …   Dictionary of Greek

  • πείσμαθ' — πεί̱σματα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc pl πεί̱σματι , πεῖσμα ship s cable neut dat sg πεί̱σματε , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείσματ' — πεί̱σματα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc pl πεί̱σματι , πεῖσμα ship s cable neut dat sg πεί̱σματε , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»