πείρινθα

  • 1πείρινθα — ἡ, Α βλ. πείρινς …

    Dictionary of Greek

  • 2πείρινθα — πείρῑνθα , πείρινς wicker basket fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …

    Dictionary of Greek

  • 4PLOXIMUM — Italis Transpadanis olim dicebatur capsum: Unde Catullus, Epigr. 98. v. 6. Gingivas ploximi habet veteris. Origine Graecâ, a πλέξις enim τρῶξις, πλέξιμον, ut a τρώξιμον; ex πλέξιμον autem ploximum fecêre Latini. Et quidem πλέγμα eiusmodi carrorum …

    Hofmann J. Lexicon universale