-
1 πείνα
[пина] ουσ. Θ. голод,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πείνα
-
2 голод
-а (-у) α.1. πείνα•испытывать голод πεινώ, έχω πείνα•
утолить голод καταπραΰνω την πείνα, κόβω την πείνα•
умереть с -у πεθαίνω από την πείνα•
голод лучший повар ο πεινασμένος τρώει ό,τι βρει (δε διαλέγει)•
морить -ом εξοντώνω, ξεκάνω, πεθαίνω κάποιον με την πείνα.
2. λιμός σιτοδεία•во время -а τον καιρό της πείνας.
|| μτφ. έλλειψη, ανεπάρκεια•книжный голод έλλειψη βιβλίων•
товарный голод έλλειψη εμπορευμάτων.
εκφρ.сидеть -ом – κάθομαι πεινασμένος, πει,νώ. -
3 голод
голодм1. ἡ πείνα, ὁ λιμός:утолить \голод κατευνάζω τήν πείνα μου, χορταίνω· умирать с \голоду ψοφάω ἀπό τήν πείνα· мори́ть \голодом κρατάω νηστικό, ἐξαντλώ ἀπ' τήν πείνα·2. (народное бедствие) ὁ λιμός, ἡ σιτοδεία, ἡ πείνα·3. (недостаток) ἡ ἔλλειψη [-ις] (τροφών κ.λ.π.):книжный \голод ἡ Ελλειψη (или ἡ σπάνις) βιβλίων. -
4 заморить
заморитьсов ἐξαντλώ, θανατώνω, πεθαίνω κάποιον:\заморить голодом ἐξαντλώ ἀπό τήν πείνα, πεθαίνω κάποιον στήν πείνα· ◊ \заморить червячка разг τσιμπάω κάτι, σπάζω τήν πείνα μου. -
5 голод
голод м η πείνα, ο λιμός испытывать \голод πεινώ* * *мη πείνα, ο λιμόςиспы́тывать го́лод — πεινώ
-
6 голодать
-
7 утолить
-
8 голодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. πεινασμένος, νηστικός•очень голодный πειναλέος•
-ая собака πεινασμένο σκυλί•
быть -ден είμαι πεινασμένος, πεινώ•
-ая смерть θάνατος από την πείνα•
-ые боли νυγμοί του στομάχου από την πείνα.
2. άφορος, άγονος, άκαρπος•голодный год άκαρπος χρόνος•
голодный край άγονη περιοχή, φτωχότοπος.
3. φτωχικός, πενιχρός, λιτός, γλίσχρος•голодный обед φτωχικό φαγητό•
голодный паек πενιχρό βοήθημα τροφής, βοήθημα πείνας.
-
9 заморить
ρ.σ.μ.1. ξεθεώνω, ξεπατώνω στη δουλειά, κατακουράζω•заморить скотину κατακουράζω τα ζώα.
|| πεθαίνω, εξοντώνω με την πείνα.2. φτιάχνω βαθμιαία (προσδίδοντας ιδιότητες).εκφρ.заморить червячка ή червяка – τρώγω λίγο, τσακίζω την πείνα.κατακουράζομαι κλπ. ρ. ενεργ φ. (1 σημ.). -
10 оголодить
-ложу, -лодишьρ.σ. (διαλκ.) υποβάλλω σε πείνα, κάνω να πεινάσει, καταδικάζω στην πείνα. -
11 голодный
голод||ныйприл1. νηστικός, πεινασμένος:быть \голодныйным εἶμαι νηστικός, εἶμαι πεινασμένος·2. (неурожайный, скудный) ἀφορος, ἄγονος:\голодный край ἡ ἄγονη περιοχή· \голодный годто ἀφορο ἐτος· \голодный паек τό σιτηρέσιο πείνας·3. (вызванный голодом):\голодныйная смерть ὁ θάνατος ἀπ' τήν πείνα, ἡ λιμοκτονία. -
12 измор
изморм:взять \измором а) νικώ (τόν ἐχθρό) μέ τήν ἐξάντληση καί τήν πείνα, б) пере ἡ ἐξάντληση. -
13 морить
моритьнесов1. (уничтожать) ἐξοντώνω, ἀφανίζω / φαρμακώνω (травить)·2. (мучить) разг βασανίζω, ξεθεωνω:\морить голодом ξεθεώνω στήν πείνα·3. (дерево) βάφω (ξύλο). -
14 наголодаться
наголодатьсясов πεινῶ, ὑποφέρω ἀπό τήν πείνα. -
15 неутолимый
неутоли́м||ыйприл прям., перен ἀκόρεστος:\неутолимый голод ἡ ἀκόρεστη πείνα· \неутолимыйая жажда ἡ ἀκόρεστη δίψα, ἡ ἀσβεστη δίψα -
16 подводить
подводитьнесов1. (приводить) φέρ-(ν)ω, ὀδηγῶ, συνοδεύω·2. (ставить в неприятное положение) разг βάζω κάποιον σέ δυσάρεστη θέση·3. (что-л. подо что-л.) βάζω, θέτω:\подводить фундамент прям, перен θεμελιώ, θεμελιώνω, βάζω τά θεμέλια· ◊ \подводить итоги κάνω ἀπολογισμό· у него́ подводит живот от голода τόν τάραξε ἡ πείνα -
17 проголодаться
проголода||тьсясов πεινώ:я сильно \проголодатьсялся ἔχω μεγάλη πείνα, πείνασα πολύ. -
18 томить
том||и́тьнесов1. βασανίζω, καταπονώ:\томить голодом βασανίζω μέ τήν πείνα· \томить молчанием βασανίζω μέ τή σιωπή μου·2. кул. ψήνω σέ κατσαρόλα:\томить жаркое ψήνω ψητό κατσαρόλας. -
19 уморить
умор||итьсов разг1. (извести, погубить) πεθαίνω κάποιον, ἀφανίζω:\уморить голодом πεθαίνω κάποιον στήν πείνα·2. (утомить, измучить) ταράζω, ψοφῶ κάποιον, ξεθεώνω:он нас всех \уморитьи́л своими разговорами μας ξεθέωσε ὅλους μέ τήν κουβέντα του· ◊ \уморить со смеху κάνω νά σκάσει στά γέλοια -
20 чертовски
чертов||скинареч διαβολεμένα:\чертовскиски хитра εἶναι τοῦ διαβόλου κάλτσα· \чертовскиски холодно κά(μ)νει διαβολεμένο κρύο· мие \чертовскиски хочется есть ἔχω μιά διαβολεμένη πείνα.
См. также в других словарях:
πείνα — πείνᾱ , πεῖνα hunger fem nom/voc/acc dual πείνᾱ , πεῖνα hunger fem nom/voc/acc dual (ionic) πείνᾱ , πεῖνα hunger fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεῖνα — hunger fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… … Dictionary of Greek
πείνα — η 1. έντονη επιθυμία τροφής. 2. έλλειψη τροφίμων, λιμός: Πολλοί λαοί απειλούνται από την πείνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεινᾶ — πεινάω to be hungry pres subj act 1st sg (doric aeolic) πεινάω to be hungry pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείνας — πείνᾱς , πεῖνα hunger fem acc pl πείνᾱς , πεῖνα hunger fem gen sg (doric aeolic) πείνᾱς , πεῖνα hunger fem acc pl (ionic) πείνᾱς , πεῖνα hunger fem gen sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεινάων — πεινά̱ων , πεῖνα hunger fem gen pl (epic aeolic) πεινά̱ων , πεῖνα hunger fem gen pl (epic ionic aeolic) πεινάω to be hungry pres part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείναν — πείνᾱν , πεῖνα hunger fem acc sg (doric ionic aeolic) πείνᾱν , πεινάω to be hungry imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πείνᾱν , πεινάω to be hungry imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεινάσει — πεινά̱σει , πεινάω to be hungry aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) πεινά̱σει , πεινάω to be hungry fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) πεινά̱σει , πεινάω to be hungry fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεινάσηι — πεινά̱σῃ , πεινάω to be hungry aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) πεινά̱σῃ , πεινάω to be hungry aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) πεινά̱σῃ , πεινάω to be hungry fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεινάσουσι — πεινά̱σουσι , πεινάω to be hungry aor subj act 3rd pl (epic doric aeolic) πεινά̱σουσι , πεινάω to be hungry fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) πεινά̱σουσι , πεινάω to be hungry fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)