-
1 πείθω
[пито] р. убеждать, уговаривать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πείθω
-
2 убедить
πείθω-ся πείθομαι, βεβαιώνομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > убедить
-
3 убеждать
убежд||атьнесов πείθω:\убеждать в правильности чего-л. πείθω ὅτι κάτι εἶναι σωστό· \убеждать в правоте своих слов πείθω (κάποιον) ὅτι ἔχω δίκηο. -
4 убедить
-
5 уговаривать
-
6 повлиять
повлиятьсов1. см. влиять·2. (склонить, убедить) ἐπηρεάζω, πείθω:\повлиять на кого́-л. πείθω κάποιον. -
7 убеждение
убежд||ениес1. (действие) ἡ πειθώ:действовать путем \убеждениеения ἐπιδρώ μέ τήν πειθώ· метод \убеждениеения ἡ μέθοδος τής πειθοῦς· легко поддаваться \убеждениеению πείθομαι εὔκολα·2. (мнение) ἡ πεποίθηση [-ις], τό φρόνημα, ἡ δοξασία· политические \убеждениеения οἱ πολιτικές πεποιθήσεις, τά πολιτικά φρονήματα· менять свой· \убеждениеения ἀλλάζω φρονήματα. -
8 уламывать
уламыватьнесов πείθω μέ κόπο:\уламывать упрямца πείθω μέ κόπο τόν πεισματάρη (или τόν ἰσχυρογνώμονα). у́лей м ἡ κυψέλη, τό μελισσοκόφινο[ν]:полный \уламывать τό μελίσσι. -
9 склонить
склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•склонить голову γέρνω το κεφάλι.
2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•αποδράσει.εκφρ.склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.
|| στρέφομαι, γυρίζω•разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.
|| συμμερίζομαι•склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.
3. πείθομαι• συμφωνώ. -
10 убедить
-дишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убежденный, βρ: -ждн, -ждена, -жденоρ.σ.μ. πείθω•я -ил его сделать это τον έπεισα να το κάνει αυτό•
его доводы -ли меня τα επιχειρήματα του με έπεισαν•
убедить в истинности πείθω για το αληθές (την αλήθεια).
–ся πείθομαι•он -лся в этом αυτός πείστηκε γι αυτό.
-
11 убеждение
-я ουδ.1. η πειθώ•слова -я λόγια πειθούς•
он легко поддатся -ю αυτός εύκολα πείθεται•
действовать путм -я ενεργώ με την πειθώ•
метод -я μέθοδος της πειθούς.
2. πεποίθηση• φρόνημα, ιδέα, δοξασία• αντίληψη•политические -я πολιτικές ιδέες•
преследуют его за -я τον καταδιώκουν για τα φρονήματα•
он каких -ий? τί ιδέες έχει; τι πρεσβεύει;
-
12 уверить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. уверенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ. διαβεβαιώνω• πείθω•уверить в искренности намерений διαβεβαιώνω για την ειλικρίνεια των σκοπών•
уверить в своей правоте πείθω για το δίκιο μου•
он -ил его, что... αυτός τον έπεισε ότι....
εκφρ.смею вас уверить – έχω το θάρρος να σας διαβεβαιώσω.βεβαιώνομαι, πείθομαι•уверить в уверенностьи друга είμαι βέβαιος για την αφοσίωση του φίλου.
-
13 уговорить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уговоренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ.1. πείθω•уговорить больного подвергнуться операции πείθω τον άρρωστο να κάνει εγχείρηση.
2. καθησυχάζω παρηγορώντας.συμφωνώ, συμβιβάζομαι•они -лись ехать вместе αυτοί συμφώνησαν να ταξιδέψουν μαζί.
-
14 убеждение
η πειθώ, η πεποίθηση, η ιδέα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убеждение
-
15 вразумить
вразумитьсов, вразумлять несов νουθετώ, πείθω, συμβουλεύω. -
16 переспорить
переспо́ри||тьсов разг πείθω στήν συζήτηση:ее не \переспоритьшь δέν τήν πείθεις μέ κανένα τρόπο. -
17 склонять
склоня||тьнесов1. (наклонять) κλίνω (μετ.), σκύβω, κύπτω:\склонять голову σκύβω τό κεφάλι, κύπτω τήν κεφαλήν2. (располагать, привлекать) παρασέρνω, παρασύρω/ πείθω (убеждать сделать что-л.):\склонять на свою сторону παρασέρνω κάποιον μέ τό μέρος μου·3. грам. κλίνω. -
18 уверять
уверя||тьнесов διαβεβαιώνω, πείθω:\уверятью вас σας διαβεβαιώνω. -
19 уговор
уговорм1. ἡ πειθώ:не поддаваться \уговорам δέν πείθομαι, εἶμαι ἀμετάπειστος·2. (взаимное соглашение) ἡ συμφωνία, ἡ συνεννόηση [-ις]:согласво \уговору ὅπως συμφωνήσαμε. -
20 урезонивать
урезониватьнесов, урезонить сов (κατα)πείθω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πειθῶ — Πειθώ Persuasion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πειθώ Persuasion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθῶ — Πειθώ Persuasion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πειθώ Persuasion fem acc sg πειθός masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείθω — persuade pres subj act 1st sg πείθω persuade pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείθω — πείθω, έπεισα βλ. πίν. 37 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Πειθώ — Persuasion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθώ — Persuasion fem nom sg πειθός masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πειθώ — η η πειστική δύναμη του λόγου: Η καλύτερη συμφωνία γίνεται με την πειθώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πείθω — έπεισα, πείστηκα, πεπεισμένος, κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου: Κατόρθωσα να πείσω τους γονείς μου να με στείλουν στην εκδρομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πειθῷ — πειθός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)