παῖς ὡραῖος

  • 1νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …

    Dictionary of Greek

  • 2νόστιμος — η, ο (ΑΜ νόστιμος, ον) ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος νεοελλ. μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα 2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να… …

    Dictionary of Greek