παῖς ἔτ
1πάις — παῖς child masc/fem nom sg (epic) …
2παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …
3παῖς — πᾶς papa masc nom/voc sg (doric aeolic) παῖς child masc/fem nom sg …
4Παῖς τὴς τύχης. — παῖς τὴς τύχης. См. Счастливчик …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Πάις, Ετόρε — (Pais, 1856 – 1939). Ιταλός ιστορικός της αρχαιότητας. Διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στα πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Πίζας και της Ρώμης. Οπαδός του υπερκριτικισμού, υποστήριξε ότι δεν ήταν αξιόπιστες οι ρωμαϊκές παραδόσεις …
6Ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. — ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. См. Стар да мал дважды глуп …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7παιδί — παῖς child masc/fem dat sg …
8παιδῶν — παῖς child masc/fem gen pl (doric) …
9παιδός — παῖς child masc/fem gen sg …
10παισί — παῖς child masc/fem dat pl …