παῖς ἔτ

  • 51μελίπαις — μελίπαις, αιδος, ὁ (Α) φρ. «μελίπαις σίμβλος» η κυψέλη μαζί με τα μελιτοφόρα τέκνα της, δηλ. με τις μέλισσες («ἔρρ ἐπὶ σοὺς μελίπαιδας ὄποι ποτέ, δραπέτι, σίμβλους», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + παῖς (πρβλ. καλλί παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 52μελλόπαις — μελλόπαις, παιδος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀπὸ δέκα ἐτῶν προκόπτων παῑς τῇ ἡλικία». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + παῖς, παιδός] …

    Dictionary of Greek

  • 53μισόπαις — μισόπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μισεί τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + παῖς (πρβλ. φιλό παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 54μονόπαις — μονόπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. μοναχοπαίδι 2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + παῖς (πρβλ. πολύ παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 55παιδόπαις — παιδόπαις, αιδος, ὁ (Α) ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + παῖς] …

    Dictionary of Greek

  • 56παύς — ὁ, ἡ, Α (μόνο στην ονομ.) αντί παῑς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παις] …

    Dictionary of Greek

  • 57πεντηκοντάπαις — παιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ και πεντηκοντόπαις, Μ αυτός που έχει πενήντα παιδιά αρχ. αυτός που περιλαμβάνει πενήντα παιδιά («πέμπτη δ ἀπ αὐτοῡ γέννα πεντηκοντάπαις... πρὸς Ἄργος... ἐλεύσεται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + παῖς (πρβλ. δί παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 58πολύπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύτεκνος 2. μτφ. (για την Τύρο) αυτή που έχει πολλές αποικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παῖς, παιδός (πρβλ. ολιγό παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 59πρόπαις — αιδος, ὁ, Α 1. (στην αρχαία Σπάρτη) αγόρι μέχρι τεσσάρων ετών 2. (κατά τον Ησύχ.) «μαστροπός». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παῖς, παιδός (πρβλ. αντί παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 60πυρίπαις — αιδος, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) ο γιος τής φωτιάς, αυτός δηλ. που έχει γεννηθεί στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + παῖς (πρβλ. θαλασσό παις)] …

    Dictionary of Greek