παῖδα τιθηνόν

  • 1τιθηνός — όν, Α [τιθήνη] 1. αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή μικρού παιδιού, τροφός 2. αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις τού ή τής τροφού, ο γαλουχούμενος («παῑδα τιθηνόν», επιγρ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ τιθηνός άτομο που ασχολείται με την ανατροφή… …

    Dictionary of Greek