παϑήματα παλ

  • 1ταλαπείριος — ον, Α 1. (ιδίως για τον Οδυσσέα) αυτός που έχει υποστεί πολλές δοκιμασίες τής τύχης, πολλά παθήματα 2. αυτός που πλανιέται εδώ και εκεί, αλήτης 3. φρ. «πτωχὸς ταλαπείριος» επαίτης, ζητιάνος (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + πεῖρα + …

    Dictionary of Greek

  • 2τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …

    Dictionary of Greek