παχύς
111άσαρκος — (I) η, ο (AM ἄσαρκος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο ισχνός 2. εκείνος που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «ἄσαρκος τέττιξ») αρχ. 1. (για τροφή ή δίαιτα) όποιος δεν περιέχει κρέας 2. ο μη σαρκικός, ο πνευματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ.… …
112έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… …
113αβγώνω — [αβγό] 1. αβγοκόβω 2. (αμετάβατο) (για κότες, ψάρια) είμαι γεμάτος αβγά 3. αρχίζω να γίνομαι πλούσιος 4. παχαίνω 5. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αβγωμένος πλούσιος, παχύς …
114αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… …
115αδρύς — ιά, ύ ο αδρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός, κατά τα παχύς, δασύς] …
116ακούκουτσος — η, ο [κουκούτσι] (για καρπούς) 1. αυτός που δεν έχει κουκούτσι 2. (για πουλιά) ο παχύς «κοτσύφι ακούκουτσο» 3. (για ανθρώπους) ο πάμφτωχος «είναι ακούκουτσος» …
117αλειμματερός — ή, ό [άλειμμα] λιπαρός, παχύς, λιπώδης …
118αλειμματώδης — ες (Α ἀλειμματώδης) [ἄλειμμα] ο όμοιος με άλειμμα, με αλοιφή νεοελλ. αυτός που περιέχει πολύ λίπος, πολύ παχύς, λιπαρός …
119απαλοτρεφής — ἁπαλοτρεφής ( οῡς), ές (AM) καλοθρεμμένος, παχύς …
120απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… …