παχύς
71χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …
72Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί — Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του …
73Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …
74παχεῖ' — παχεῖα , παχύς thick fem nom/voc sg παχεῖαι , παχύς thick fem nom/voc pl …
75παχείας — παχείᾱς , παχύς thick fem acc pl παχείᾱς , παχύς thick fem gen sg (doric aeolic) …
76παχυτέρα — παχυτέρᾱ , παχύς thick fem nom/voc/acc dual παχυτέρᾱ , παχύς thick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
77παχυτέρας — παχυτέρᾱς , παχύς thick fem acc pl παχυτέρᾱς , παχύς thick fem gen sg (attic doric aeolic) …
78παχέας — παχέᾱς , παχύς thick fem acc pl (epic ionic) παχύς thick masc acc pl (epic ionic) …
79παχέων — πάχος thickness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) παχύς thick masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) παχέω̆ν , παχύς thick masc/neut gen pl …
80παχίων — πάχος thickness neut gen pl (doric) παχύς thick masc/neut gen pl (doric) παχύς thick masc/fem nom comp sg …