παχύς

  • 51πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… …

    Dictionary of Greek

  • 52bhenĝh-, bhn̥ĝh- (adj. bhn̥ĝhu-s) —     bhenĝh , bhn̥ĝh (adj. bhn̥ĝhu s)     English meaning: thick, fat     Deutsche Übersetzung: “dick, dicht, feist”     Material: O.Ind. bahu “dense, rich, much, a lot of” “compounds Sup. baṁhīyas , baṁhišṭha (= Gk. παχύς); bahulá “thick,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 53πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… …

    Dictionary of Greek

  • 54παχυλός — (pachylus). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν στην Ελλάδα, Ισπανία, Μαρόκο, Μικρά Ασία και Αραβία. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο στικτός, με μέτριο μέγεθος, μεγάλη κοιλιά και ισχυρά πόδια …

    Dictionary of Greek

  • 55άχιστος — ίστη, ον, Α ανώμαλος τ. υπερθ. τού παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + κατάλ. υπερθ. ιστος (πρβλ. μέγ ιστος)] …

    Dictionary of Greek

  • 56ετεροπαχής — ἑτεροπαχής, ές (Α) ο άνισα παχύς, αυτός που είναι παχύς στο ένα μέρος («ξύλα ἑτεροπαχῆ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + παχής (< πάχος), πρβλ. ισο παχής] …

    Dictionary of Greek

  • 57ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… …

    Dictionary of Greek

  • 58ευπίων — εὐπίων, ὁ, ἡ (Α) 1. πολύ παχύς 2. φρ. «εὐπίονι φόρτῳ» με πλούσιο ή βαρύ φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πίων «παχύς»] …

    Dictionary of Greek

  • 59καταπιμελής — καταπιμελής, ές (Α) πολύ παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιμελής «παχύς»] …

    Dictionary of Greek

  • 60κοντόπαχος — η, ο παχύς και συγχρόνως κοντός στο ανάστημα, κοντόχοντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ό) * + παχος < παχύς), πρβλ. ά παχος, τετρά παχος] …

    Dictionary of Greek