παχύς

  • 121αρχύτερος — η, ο 1. ο προγενέστερος 2. επίρρ. αρχύτερα πιο γρήγορα, νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + ύτερος (πρβλ. κοντύτερος, μεγαλύτερος, πρωτύτερος), κατάλ. συγκρ. επιθ. από συγκριτικά επίθετα σε υς (πρβλ. βαθύς βαθύτερος, βαρύς βαρύτερος, γλυκύς γλυκύτερος …

    Dictionary of Greek

  • 122αρύς — ιά, ύ ο αραιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < θηλ. αραιά του επιθ. αραιός κατά το αντίστροφο σχήμα: βαριά βαρύς, παχιά παχύς κ.λπ.] …

    Dictionary of Greek

  • 123αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …

    Dictionary of Greek

  • 124αχλάδα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 301 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στις Δ πλαγιές του Καϊμακτσαλάν (Βόρας) και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίτης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 119 κάτ.) στην πρώην… …

    Dictionary of Greek

  • 125βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 126βοσκάδιος — βοσκάδιος, α, ον (Α) [βοσκάς] καλοθρεμμένος, παχύς …

    Dictionary of Greek

  • 127βούπαπας — βούπαπας, ο (Μ) παπάς παχύς σαν βόδι …

    Dictionary of Greek

  • 128βωλάκιος — βωλάκιος, α, ον (Α) [βώλαξ] (για έδαφος) αυτός που έχει βώλους, παχύς, εύφορος …

    Dictionary of Greek