παχύκνημος
1παχύκνημος — with fat masc/fem nom sg …
2παχύκνημος — ον, Α αυτός που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό κνημος] …
3παχυκνήμους — παχύκνημος with fat masc/fem acc pl …
4παχύκνημοι — παχύκνημος with fat masc/fem nom/voc pl …
5κνημώδης — κνημώδης, ῶδες (Α) [κνήμη] κνήμαργος*. παχύκνημος …
6παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …