παυρ-ίδιος

  • 1ορθρίδιος — ὀρθρίδιος, ίη, ον (Α) όρθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρθρος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. αιφν ίδιος, παυρ ίδιος)] …

    Dictionary of Greek