παυράκις ὀλιγάκις

  • 1παυράκις — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλιγάκις ἢ οὐδὲν ὅλως». [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πολλ άκις)] …

    Dictionary of Greek