πατρ-αδέλφη
1μητράδελφος — ο, θηλ. μητραδέλφη (ΑΜ μητράδελφος) ο αδελφός ή η αδελφή τής μητέρας, ο θείος ή η θεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφός (πρβλ. πατρ άδελφος, φιλ άδελφος)] …
1μητράδελφος — ο, θηλ. μητραδέλφη (ΑΜ μητράδελφος) ο αδελφός ή η αδελφή τής μητέρας, ο θείος ή η θεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφός (πρβλ. πατρ άδελφος, φιλ άδελφος)] …