πατρῴων τάφων

  • 1λάχη — λάχη, ἡ (Α) κλήρος, μερίδιο («τάφων πατρῴων λάχαι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (πρβλ. ἔ λαχ ον, αόρ τού λαγχάνω) + κατάλ. η] …

    Dictionary of Greek

  • 2Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …

    Dictionary of Greek