πατρὶ

  • 81ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… …

    Dictionary of Greek

  • 82θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 83ισόχειρ — ἰσόχειρ, ρος, ό, ἡ (Α) (για τον Χριστό) αυτός που έχει ίση δύναμη με κάποιον («ἰσόχειρ τε καὶ ἰσοσθενὴς τῷ πατρί», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χείρ] …

    Dictionary of Greek

  • 84και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 85καινοτομώ — (AM καινοτομῶ, έω) [καινοτόμος] 1. κάνω κάτι νέο 2. καθιερώνω νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, νεωτερίζω («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῡμεν», Αριστοφ.) 3. φέρω αλλαγές ή νεωτερισμούς στην πολιτεία μσν. ανανεώνω αρχ. 1. σκάβω… …

    Dictionary of Greek

  • 86κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 87κελλιώτης — και κελιώτης ο (Μ κελλιώτης, και κελιώτης) (νεοελλ. μσν.) μοναχός που ζει σε κελλί μονής μσν. 1. ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής 2. ο μοναχός που άφησε το κοινόβιο και κατέφυγε σε λαύρα, για να ζήσει απολύτως μοναχική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελ(λ)ί… …

    Dictionary of Greek

  • 88κλυτός — ή, ό (AM κλυτός, ή, όν, Α θηλ. και κλυτός) [κλύω] περίφημος, ένδοξος, ονομαστός (α. «κλυτόν ἀμφ Ὀδυσσῆα», Ομ. Οδ. β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», Σοφ.) αρχ. 1. (για ζώο) καλοθρεμμένο, ωραίο («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» άρμεγε ευτραφή πρόβατα, Σοφ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 89κοινοτάρχης — ο ο πρόεδρος τής κοινότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινότης + άρχης (< ἄρ χω), πρβλ. γεν άρχης, πατρι άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 90κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …

    Dictionary of Greek