πατρὶ

  • 71VIRGINITAS — apud plerasque olim Gentes magno fuit in pretio: Unde quum legem Papiam Poppaeam sanciret Augustus, quâ Maritis praemia, caelibibus poenae constituebantur, non solum ab ea Virgines excepit Vestales: sed etiam honorem illis eundem, quem Matribus,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 72άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 73δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 74δοξαστικός — ή, ό (AM δοξαστικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί κάποιος, υμνητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το δοξαστικό(ν) ιδιόμελο, συνήθως, τροπάριο τού όρθρου, τής λιτής και τού εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «δόξα Πατρὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 75δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… …

    Dictionary of Greek

  • 76ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… …

    Dictionary of Greek

  • 77εννεύω — ἐννεύω (Α) [νεύω] 1. κάνω νεύμα, νόημα, δίνω σημάδι σε κάποιον 2. ρωτώ με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῡ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῑσθαι αὐτόν», ΚΔ) …

    Dictionary of Greek

  • 78επικοινώ — ἐπικοινῶ, όω (Α) [επίκοινος] 1. ανακοινώνω, κοινοποιώ, μεταδίδω 2. μέσ. ἐπικοινοῡμαι, όομαι ανακοινώνω κάτι σε κάποιον και ζητώ τη συμβουλή του («περὶ τούτου τῷ πατρὶ ἐπεκοινώσω», Πλάτ.) 3. παθ. έρχομαι σε επικοινωνία («περί τε γάμους ἀλλήλους… …

    Dictionary of Greek

  • 79επιμήδομαι — ἐπιμήδομαι (Α) σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου («δόλον ἐπεμήδετο πατρί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μήδομαι «στοχάζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 80ζωδιάρχης — ζῳδιάρχης, ὁ (Α) ζωδιοκράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + αρχης (< άρχω), πρβλ. πατρι άρχης, στρατ άρχης] …

    Dictionary of Greek