πατρὶ
121υπασπίζω — Α κρατώ την ασπίδα κάποιου, είμαι υπασπιστής κάποιου («ὑπασπίζων πατρί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀσπίζω «προστατεύω»] …
122υποβασιλεύω — Μ [ὑποβασιλεύς] ασκώ τη βασιλική εξουσία ως δεύτερος τη τάξει («ὑποβασιλεύων τε τῷ πατρί») …
123υποκάθημαι — και ιων. τ. ὑποκάτημαι Α [κάθημαι] 1. κάθομαι κάτω από κάτι («ὑποκαθῆσθαι ταῑς μηλίαις», Φιλόστρ.) 2. κάθομαι κάπου περιμένοντας κάποιον ή κάτι 3. κάθομαι κάτω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή στήνω ενέδρα («αὐτοὶ δ ἐν καλυβίοις κρυπτοῑς ὑποκάθηνται …
124φλοιώτις — ώτιδος, ἡ, Α αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. ῶτις, θηλ. τής κατάλ. ώτης (πρβλ. πατρι ῶτις, στρατι ῶτις)] …
125Σωτήριχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής από τη Λιβύη. Έζησε την εποχή του Διοκλητιανού, τον 3o μ.Χ. αι. για τον οποίο και έγραψε εγκώμιο. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το μυθολογικό έπος Βασσαρικά, σε τέσσερα βιβλία. Άλλα… …
126БЛАГОВЕЩЕНИЕ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ — [греч. Εὐαγγελισμός; лат. Annuntiatio], один из главных христ. праздников, посвященный воспоминанию благовестия арх. Гавриила Пресв. Деве Марии и Боговоплощения. Событие Благовещения Согласно Евангелию (Лк 1. 26 38), в 6 й месяц после зачатия… …
127ГРЕЧЕСКИЙ РАСПЕВ — жанрово стилевая система, принятая в восточнослав. церковном пении с ХVI в. и имевшая большое значение для его развития. В рукописях содержатся следующие ее названия: , , (в традиции Юго Зап. Руси) …
128ДУХОБОРЧЕСТВО — [греч. πνευματομαχία], еретическое учение, отвергавшее божественность Св. Духа. Наибольшее распространение с кон. 50 х по 80 е гг. IV в. получило на востоке Римской империи, в Египте, К поле и Геллеспонте, а также в М. Азии. Источники… …