πατρὶ
101πλαστός — ή, ό / πλαστός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί 2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν… …
102πλειστόμβροτος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψί μβροτος)] …
103ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… …
104πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… …
105προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… …
106ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …
107σκύζομαι — Α 1. οργίζομαι, αγανακτώ («σκυζομένη Διὶ πατρί, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι θυμωμένος, χωλώνομαι («οὔ σευ ἐγώ γε σκυζομένης ἀλέγω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σκύζομαι (< σκυδ jομαι) ανάγεται… …
108σταθμώ — (I) άω και ιων. τ. έω, Α [στάθμη] 1. μετρώ με τον κανόνα, εκτιμώ με μέτρηση («σταθμᾱτο... ἄλσος πατρί», Πίνδ.) 2. προσδιορίζω το βάρος ενός πράγματος, ζυγίζω («σταθμήσας... τὸ ὕδωρ κουφότερον πάντων εὗρον», Αθήν.) 3. (το μέσ.) σταθμῶμαι α) βρίσκω …
109συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… …
110συμπροσκυνώ — έω, ΜΑ [προσκυνῶ] δοξάζω με λατρευτικό τρόπο κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («καὶ εἰς τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον... τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Ὑιῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον», Σύμβολον Πίστ.) …