πατρονόμος

  • 1πατρονόμος — ὁ, Α 1. μέλος τού συμβουλίου που ιδρύθηκε στη Σπάρτη από τον Κλεομένη Γ σε αντικατάσταση τής αρχής τών εφόρων και τών γερουσιαστών και το οποίο ασκούσε πατρική κατά κάποιον τρόπο εξουσία και εξακολούθησε να υπάρχει πιθανώς και μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 2πατρονόμους — πατρόνομος member of the council masc acc pl πατρονόμος masc/fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3πατρονόμων — πατρόνομος member of the council masc gen pl πατρονόμος masc/fem/neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4πατρονόμοι — πατρονόμος masc/fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …

    Dictionary of Greek

  • 6πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …

    Dictionary of Greek

  • 7πατρονομία — ἡ, Α [πατρονόμος] 1. η πατρική εξουσία ή διακυβέρνηση 2. το αξίωμα, η υπηρεσία τού πατρονόμου …

    Dictionary of Greek

  • 8πατρονομικός — ή, όν, Α [πατρονόμος] 1. αυτός που ανήκει στην πατρική διοίκηση, στην πατρική διακυβέρνηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πατρονομική (ενν. ἀρχή ή τροφή) η πατρική διοίκηση ή ανατροφή …

    Dictionary of Greek

  • 9πατρονομώ — έω, Α [πατρονόμος] 1. (στην αρχ. Σπάρτη) κατέχω το αξίωμα τού πατρονόμου 2. παθ. πατρονομοῡμαι, έομαι βρίσκομαι κάτω από πατρική διοίκηση …

    Dictionary of Greek

  • 10συμπατρονόμος — ὁ, Α [πατρονόμος] (στην αρχαία Σπάρτη) μέλος τού συμβουλίου τών πατρονόμων …

    Dictionary of Greek