πατρι-αρχία
1μητριαρχία — Όρος που χαρακτηρίζει γενικά έναν τύπο κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο η γυναίκα κατέχει σημαντικότερη θέση από τον άντρα. Ο πρώτος που διατύπωσε ειδική θεωρία της μ. ως πρώτης μορφής οικογενειακής και κοινωνικής οργάνωσης ήταν ο Ελβετός νομικός… …
2υιαρχία — ἡ, Α η εξουσία τού υιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + αρχία (< άρχης* < άρχω), πρβλ. πατρι αρχία] …