πατρικός
1πατρικός — derived from one s fathers masc nom sg …
2πατρικός — ή, ό / πατρικός, ή, όν, ΝΜΑ, αιολ. τ. πάτριχος Α [πατήρ, πατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα (α. «πατρικό φίλτρο» β. «πατρική πρόσταξις», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πατέρες, στους προγόνους, προγονικός,… …
3πατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα: Πατρικό όνομα. 2. αυτός που προέρχεται από τον πατέρα: Πατρική κληρονομιά, ευχή κτλ. 3. στοργικός: Πατρικό ενδιαφέρον …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πατρικά — πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc pl πατρικά̱ , πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc/acc dual πατρικά̱ , πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5πατρικῶν — πατρικός derived from one s fathers fem gen pl πατρικός derived from one s fathers masc/neut gen pl …
6πατρικόν — πατρικός derived from one s fathers masc acc sg πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc sg …
7πατρικώτατον — πατρικός derived from one s fathers masc acc superl sg πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc superl sg …
8πατρικαῖς — πατρικός derived from one s fathers fem dat pl …
9πατρικαί — πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc pl …
10πατρικοῖς — πατρικός derived from one s fathers masc/neut dat pl …