πατρικός
21πατρικῶς — πατρικός derived from one s fathers adverbial …
22πατρικῷ — πατρικός derived from one s fathers masc/neut dat sg …
23πατρικώ — πατρικός derived from one s fathers masc/neut nom/voc/acc dual …
24πατρικωτέρας — πατρικωτέρᾱς , πατρικός derived from one s fathers fem acc comp pl πατρικωτέρᾱς , πατρικός derived from one s fathers fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
25МАРЦИАН КАПЕЛЛА — МАРЦИАН КАПЕЛЛА (Martianus Minneius Felix Capeila) (2 я пол. 5 в. н. э.), латинский платоник, последний латинский выразитель «религии культуры» спасения через пайдейю. Известен как автор сочинения «О браке Филологии и Меркурия» (De nuptiis… …
26γενέθλιος — α, ο (AM γενέθλιος, ον, Α και γενέθλιος, α, ον) [γενέθλη] 1. ο σχετικός με τη γέννηση ή την ημέρα τής γέννησης κάποιου 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γενέθλια α) η επέτειος τής ημέρας τής γέννησης κάποιου β) ο εορτασμός αυτής τής ημέρας αρχ. 1.… …
27μητροπατρώος — μητροπατρῷος, ὁ (Μ) μητρικός και πατρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + πατρῷος] …
28πάτριχος — ον, Α βλ. πατρικός …
29πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …
30πατερναλισμός — Όρος –κατά λέξη σημαίνει πατρική συμπεριφορά– που μπήκε σε χρήση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., κυρίως στη πολιτική και στην ιστοριογραφική γλώσσα, για τον χαρακτηρισμό της πολιτικής των κυβερνητών εκείνων που, μην έχοντας… …