πατραλῴας

  • 1πατραλώας — ὁ, Α βλ. πατραλοίας …

    Dictionary of Greek

  • 2πατραλοίας — και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α ο φονέας τού πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή*… …

    Dictionary of Greek

  • 3ՀԱՅՐԱԶԵՂԾ — (ի, ից.) NBH 2 0033 Chronological Sequence: 8c, 13c ա. πατραλοίας, πατραλώας patris percussor, parricida. Որ զեղծուցանէ զհայր իւր. հարկանօղ կամ սպանօղ հօր իւրոյ, հայրատանջ. հայրատեաց. *Նշաւակեալ մահ հայրազեղծն աբեսաղոմայ. Նախ. ՟բ. թագ.: *Բամբասել …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)