πατηνόν πεπατημένον

  • 1πατηνόν — Α (πιθ. πατητόν) (κατά τον Ησύχ.) «πεπατημένον, κοινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται από το ρ. πατῶ και πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πατητόν] …

    Dictionary of Greek