1πατερεύω — Α ασκώ το έργο τού πατρός πόλεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλητ. πάτερ τού πατήρ + κατάλ. εύω (πρβλ. πατερ ίζω)] …
Dictionary of Greek
2πατερίζω — Α λέγω συχνά τη λέξη «πάτερ». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλητ. πάτερ τού πατήρ + κατάλ. ίζω] …