πασχ-ητιάω

  • 1χεζητιώ — άω, Α θέλω να αποπατήσω, να χέσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του ρ. χέζω* που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση ητιάω / ητιῶ (από ον. σε η της), πρβλ. πάσχω: πασχ ητιῶ] …

    Dictionary of Greek