πασσαλίσκος
1πασσαλίσκος — peg masc nom sg …
2πασσαλίσκος — ό, ΝΜΑ [πάσσαλος] μικρός πάσσαλος αρχ. 1. ιατρικό εργαλείο για διάνοιξη και τήρηση τού στόματος ανοιχτού 2. (για μουσικά όργανα) κόλλοψ* 3. ο κυνόδοντας …
3πασσαλίσκος — ο μικρός πάσσαλος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πασσαλίσκοι — πασσαλίσκος peg masc nom/voc pl …
5πασσαλίσκον — πασσαλίσκος peg masc acc sg …
6πασσαλίσκους — πασσαλίσκος peg masc acc pl …
7πασσαλίσκων — πασσαλίσκος peg masc gen pl …
8πασσαλίσκῳ — πασσαλίσκος peg masc dat sg …
9κόλος — κόλος, ον (Α) 1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα 3. φρ. «κόλος μάχη» ονομασία τού Θ τής Ιλιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη… …
10μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… …
- 1
- 2