παρ-ιαύω

  • 1ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …

    Dictionary of Greek

  • 2παριαύω — Α (ποιητ. τ.) κοιμάμαι κοντά σε κάποιον ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰαύω «κοιμάμαι, διανυκτερεύω»] …

    Dictionary of Greek