παρ-εν-οπλίζω

  • 1όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …

    Dictionary of Greek

  • 2εχιδνισμός — ο δηλητηρίαση από δάγκωμα οχιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα. Αναλογικός σχηματισμός προς τα ρηματ. παρ. σε ισμός τών ρ. σε ίζω (πρβλ. οπλίζω > οπλισμός] …

    Dictionary of Greek