παρ-εν-είρω
1παρείρω — Α παρεμβάλλω, παρενείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, συμπλέκω»] …
2ερμηνεύς — ἑρμηνεύς, ὁ (AM) 1. αυτός που εξηγεί κάτι, αυτός που κάνει κάτι σαφές 2. αυτός που μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη, ο διερμηνέας, ο δραγομάνος 3. ο μεσάζων, ο προξενητής 4. ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με θέμα άγνωστης ετυμολ. + κατάλ …
3αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …
4αισχρορρήμων — (ονος), ον (Α αἰσχρορρήμων) ο αισχρολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω». ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)] …
5λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …