παρ-αμαρτάνω

  • 11λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 12μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά …

    Dictionary of Greek

  • 13παραλιταίνω — Α ενεργώ άσχημα ή λαθεμένα, σφάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀλιταίνω «αμαρτάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 14παραμαρτάνω — Α 1. σφάλλω, πλανώμαι σε μεγάλο βαθμό 2. βλάπτω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁμαρτάνω] …

    Dictionary of Greek

  • 15παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… …

    Dictionary of Greek