1παρᾶσσον — immediately indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2παράσσον — Α επίρρ. 1. χρον. μεμιάς, αμέσως, στην στιγμή 2. τοπ. παραπλεύρως, δίπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἆσσον «πλησιέστερα», επίρρ. συγκριτικό τού ἄγχι] …
Dictionary of Greek