παρὰ τοὺς νόμους

  • 111μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 112προσκόμιση — η, Ν [προσκομίζω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προσκομίζω 2. μεταφορά σε έναν τόπο 3. προσαγωγή, παρουσίαση (α. «η προσκόμιση τών αποδεικτικών στοιχείων είναι υποχρέωση για τον ενάγοντα» β. «για το επίδομα συζύγου είναι απαραίτητη η… …

    Dictionary of Greek

  • 113Ανατολική Μακεδονία και Θράκη — Διοικητική περιφέρεια (14.157 τ. χλμ., 611.067 κάτ.) της Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει τους νομούς Δράμας, Έβρου, Καβάλας, Ξάνθης και Ροδόπης. Η πληθυσμιακή της πυκνότητα (43 κάτ./τ. χλμ.) είναι αισθητά μικρότερη από τη μέση πληθυσμιακή πυκνότητα …

    Dictionary of Greek

  • 114Δηλιγιάννης, Θεόδωρος — (Λαγκάδια Γορτυνίας 1823 – Αθήνα 1905).Πολιτικός, πρωθυπουργός της ελληνικής κυβέρνησης (1885 86, 1890 92, 1895 97, 1902 και 1905). Καταγόταν από οικογένεια Γορτύνιων αγωνιστών. Διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 115Δυτική Μακεδονία — Διοικητική περιφέρεια (9.451 τ. χλμ., 301.522 κάτ.) της Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει τους νομούς Γρεβενών, Καστοριάς, Κοζάνης και Φλώρινας και έχει έδρα την Κοζάνη. Η πληθυσμιακή πυκνότητα είναι 32 κάτ./τ. χλμ., πολύ χαμηλότερη από τη μέση… …

    Dictionary of Greek

  • 116Μακ Κλίντοκ, Μπάρμπαρα — (Barbara McClintock, Χάρτφορντ, Κονέκτικατ 1902 – 1992). Αμερικανίδα βοτανολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Το ενδιαφέρον της για τη γενετική, που είχε φανεί ήδη κατά τις προπτυχιακές της σπουδές, συνδυάστηκε με τις… …

    Dictionary of Greek

  • 117Σνέλιους — (Snellius). Εκλατινισμένο όνομα του Ολλανδού μαθηματικού, φυσικού και αστρονόμου Βίλεμπροντ Σνελ βαν Ρόγιεν (1591 1626). Μετά τις σπουδές που έκανε στη Βοημία, Γερμανία και Γαλλία διαδέχτηκε τον πατέρα του Ρούντολφ (1546 1613) στην έδρα των… …

    Dictionary of Greek

  • 118βιοφυσική — Η μελέτη από φυσική άποψη των βιολογικών φαινομένων (τα οποία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα ή η συνισταμένη πολυάριθμων φυσικών, φυσικοχημικών και χημικών φαινομένων) και η εφαρμογή των αρχών της φυσικής στις βιολογικές έρευνες. Η β. δημιουργήθηκε …

    Dictionary of Greek

  • 119υπέρνομος — ον, Μ αυτός που υπερβαίνει τους νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νόμος (πρβλ. παρά νομος)] …

    Dictionary of Greek

  • 120Μένανδρος ο Προτέκτωρ — (6ος αι.). Βυζαντινός ιστορικός και ποιητής. Λέγεται ότι υπηρέτησε στη σωματοφυλακή του αυτοκράτορα και ότι, αν και σπούδασε τους νόμους, προτίμησε τον ιππόδρομο και την τέχνη των μίμων. Όταν ο Μαυρίκιος ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο,… …

    Dictionary of Greek