παρὰ μέρος

  • 1μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …

    Dictionary of Greek

  • 2παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …

    Dictionary of Greek

  • 3Χαλκηδών — Πόλη της ασιατικής παραλίας της Προποντίδας (το σημερινό Καντίκιοϊ, προάστιο της Κωνσταντινούπολης). Χτίστηκε το 675 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, και αναπτύχθηκε γρήγορα χάρη στην πανελλήνια φήμη του εκεί μαντείου του Απόλλωνα. Την κυρίευσε ο… …

    Dictionary of Greek

  • 4Αινείας ο Τακτικός — (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας στρατιωτικών έργων. Είχε συγγράψει ένα μεγάλο βιβλίο με τον τίτλο Περί στρατηγικής υπομνήματα, όπου απαριθμούνται όλες οι προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται και όλα τα τεχνάσματα και στρατηγήματα που πρέπει να… …

    Dictionary of Greek

  • 5Σαλβαδόρ — (Salvador). Πόλη (περ. 2 000 387 κάτ.)της Βραζιλίας, πρωτεύουσα της πολιτείας της Μπαίας. Είναι χτισμένη πάνω σε χερσόνησο (ακρωτήρι Σαν Αντόνιο) στα Α του μεγάλου κόλπου Τόδος ος Σάντος, στην είσοδο του οποίου βρίσκεται το νησί Ιταπαρίκα. Στο… …

    Dictionary of Greek

  • 6ՊԱԿԱՍԱՄԱՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0584 Chronological Sequence: 8c գ. որ եւ Պակաս ʼի մասնէ գոլն. կամ փոխադարձութիւն. որպէս յն. παρὰ μερός. Նիւս. բն …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 7πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …

    Dictionary of Greek

  • 8αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …

    Dictionary of Greek

  • 9όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …

    Dictionary of Greek

  • 10κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek