παρϑενικός
1παρθενικός — of masc nom sg …
2παρθενικός — ή, ό / παρθενικός, ή, όν, ΝΑ [παρθένος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικος νεοελλ. 1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι») 2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου χε σαν… …
3παρθενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στην παρθένα ή στην παρθενιά: Παρθενικός υμένας. 2. μτφ., αγνός, αθώος, άθικτος, άδολος: Παρθενική ζωή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4παρθενικόν — παρθενικός of masc acc sg παρθενικός of neut nom/voc/acc sg …
5παρθενικοῖς — παρθενικός of masc/neut dat pl …
6παρθενικοῖσι — παρθενικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7παρθενικοῦ — παρθενικός of masc/neut gen sg …
8παρθενικούς — παρθενικός of masc acc pl …
9παρθενικῶς — παρθενικός of adverbial …
10παρθενικῷ — παρθενικός of masc/neut dat sg …