παρϑενία γῆ
61Κάναθος — Ονομασία κατά την αρχαιότητα πηγής κοντά στην Τίρυνθα. Κατά την παράδοση των Αργείων, η Ήρα λουζόταν εκεί κάθε χρόνο για να ανακτήσει την παρθενία της. Ταυτίζεται με τη σημερινή πηγή Γλυκιά, κοντά στους πρόποδες του βουνού Προφήτης Ηλίας …
62Λειμώνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Μεδοντίδη Ιππομένη. Επειδή διατηρούσε κρυφό δεσμό με κάποιον νέο και δεν διαφύλαξε την παρθενία της, ο πατέρας της την έκλεισε σε ένα δωμάτιο μαζί με ένα εξαγριωμένο άλογο, για να την τιμωρήσει. Το άλογο, από… …
63Σκάμανδρος — Ποταμός της Μ. Ασίας, στην περιοχή της Τρωάδας. Επειδή τα νερά του ήταν κίτρινα, τον είχαν επονομάσει Ξάνθο, και πίστευαν πως τα νερά αυτά είχαν την ιδιότητα να μεταβάλουν σε ξανθά τα μαλλιά των γυναικών που λούζονταν σ’ αυτά. Σύμφωνα με την… …
64ԿՈՒՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1124 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. παρθενία, τα παρθενεῖα virginitas, virginalia. Կոյս գոլն. մաքրութիւն կուսութեան. կնիք եւ նշան կուսութեան. կուսակրօն կեանք. ... Տե՛ս Օր. ՟Ի՟Բ. 15 = 16: տ. ՟Ժ՟Ա. 37: Տոբ. ՟Գ.… …
65αγνεία — αγνεία, η και αγνιά, η αγνότητα, παρθενιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66διακορεύω — διακόρεψα, διακορεύτηκα, διακορευμένος, καταστρέφω την παρθενιά ενός κοριτσιού, ξεπαρθενεύω: Τη διακόρευσε και την άφησε έγκυο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67ξεπαρθενεύω — ξεπαρθένεψα, ξεπαρθενεύτηκα, ξεπαρθενεμένος, φθείρω την παρθενιά κάποιου, διακορεύω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68παρθενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στην παρθένα ή στην παρθενιά: Παρθενικός υμένας. 2. μτφ., αγνός, αθώος, άθικτος, άδολος: Παρθενική ζωή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
69τιμή — η 1. εκδήλωση εκτίμησης, υπόληψη, σεβασμός: Τιμή στους προγόνους μας. 2. πληθ., τιμές, οι εκδηλώσεις σεβασμού, ιδιαίτερης διάκρισης: Στρατιωτικές τιμές. 3. ό,τι εξυψώνει κάποιον στα μάτια του άλλου, αίγλη: Μου κάνετε τιμή που έρχεστε στο φτωχικό… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
70παρθενείοις — παρθένεια songs sung by a chorus of maidens neut dat pl παρθένειος masc/fem/neut dat pl παρθένια signs of virginity neut dat pl …