παρϑενία γῆ

  • 51παρθενεία — η [παρθενεύω] η ιδιότητα τής παρθένου, παρθενιά …

    Dictionary of Greek

  • 52παρθενικότητα — η 1. το γνώρισμα τής παρθένου, η παρθενία 2. μτφ. αγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθενικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 53παρθενόλυτος — ὁ, Α (ενν. γάμος) αυτός που καταστρέφει ή διαλύει την παρθενία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + λύω] …

    Dictionary of Greek

  • 54τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …

    Dictionary of Greek

  • 55τσέμπαλο — (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με ταστιέρα, όμοιο στο σχήμα με το πιάνο με ουρά. Οι χορδές χτυπιούνται με γλωσσίδια (μύτες από φτερά κόρακα ή, σπανιότερα, από δέρμα), στερεωμένα στα λεγόμενα σαλταρέλι, μικρά ξύλινα μπαστουνάκια κάθετα στο πίσω… …

    Dictionary of Greek

  • 56Αταλάντη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η έντονα αρρενωπή ομορφιά της Α., η δεινότητά της στο κυνήγι, το γρήγορο τρέξιμό της, η αγάπη της για την άγρια ζωή και η εμμονή στην παρθενία της την ταυτίζουν αρκετά με την Άρτεμη. Κατά τη βοιωτική εκδοχή του μύθου ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 57Βακχυλίδης — (Ιουλίδα Κέας 518; – περ. 450 π.Χ.). Χορικός λυρικός ποιητής. Γιος της αδελφής του Σιμωνίδη του Κείου, άκμασε γύρω στο 467 π.Χ. (κατά το Χρονικόν του Ευσεβίου) και φαίνεται πως πέθανε κατά τα μέσα του 5ου αι. Το έργο του έγινε γνωστό το 1896,… …

    Dictionary of Greek

  • 58Βριτόμαρτις ή Βριτόμαρπις — Θεότητα της μινωικής θρησκείας στην Κρήτη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, καταγόταν από τη Φοινίκη και εμφανίστηκε αρχικά στο Άργος. Το όνομά της σημαίνει γλυκιά παρθένα και ήταν κόρη του Δία και της Κάρμης. Στην Κρήτη, την ταύτιζαν αρχικά με την Άρτεμη …

    Dictionary of Greek

  • 59Δάλλας, Γιάννης — (Φιλιππιάδα Ηπείρου 1924 –). Φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτορας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1984). Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής φιλολογίας σε …

    Dictionary of Greek

  • 60Καλλιστώ — I (Αστρον.). Ονομασία δύο ουράνιων σωμάτων. 1. Ο δεύτερος σε μέγεθος δορυφόρος του Δία που ανακαλύφθηκε το 1610 από τον Γαλιλαίο. Έχει περίοδο περιστροφής γύρω από τον Δία 16,689018 αστρικές ημέρες και διάμετρο 4.800 χλμ. Χαρτογράφηση της… …

    Dictionary of Greek