παρϑενία γῆ

  • 41ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …

    Dictionary of Greek

  • 42κορασιδάτα — κορασιδάτα, τὰ (Μ) 1. παρθενικός υμένας, παρθενιά 2. σημάδια, ενδείξεις παρθενίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + κατάλ. ατα (πρβλ. μαντ άτα, πρεπ άτα)] …

    Dictionary of Greek

  • 43κορεύομαι — (Α) [κόρη] 1. ζω ως κόρη, ως παρθένος, περνώ την παρθενική ηλικία 2. (κατ άλλους) παντρεύομαι 3. χάνω την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι …

    Dictionary of Greek

  • 44κόρειος — κόρειος, εία, ον (Α) [κόρη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, παρθενικός 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ κορεία, τὸ κόρειον η ιδιότητα τής κόρης, η παρθενία 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Κόρειον ο ναός τής Κόρης, δηλ. τής Περσεφόνης 4. (το …

    Dictionary of Greek

  • 45κόρευμα — κόρευμα, τὸ (Α) [κορεύομαι] η ιδιότητα τής παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει ἔλυσ ἐγώ κορεύματ ἐκ τοῡδ ἀνδρός», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 46μισοπάρθενος — μεσοπάρθενος, ον (Α) αυτός που μισεί τις παρθένες και την παρθενία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πάρθενος (< παρθένος), πρβλ. μιξο πάρθενος] …

    Dictionary of Greek

  • 47μοναχοπαρθενία — η περίπτωση τού παλαιού μοναχικού βίου αγίων κατά την οποία γυναίκες απέφευγαν τον κόσμο και ασκήτευαν σε μοναστήρια ανδρών μεταμφιεσμένες σε άνδρες για να μην τίς αναγνωρίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + παρθενία] …

    Dictionary of Greek

  • 48ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …

    Dictionary of Greek

  • 49ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …

    Dictionary of Greek

  • 50παρθένιος — I Έλληνας ποιητής του 1ου αι. π.Χ. από τη Νίκαια. Το 73 π.Χ. είχε αιχμαλωτιστεί από τους Ρωμαίους στον πόλεμο εναντίον του Μιθριδάτη και είχε οδηγηθεί στη Ρώμη. Όταν τον άφησαν ελεύθερο, εργάστηκε εκεί και στη Νάπολη ως δάσκαλος. Στη Νάπολη είχε… …

    Dictionary of Greek