παρϑενία γῆ
11παρθενίαν — παρθενίᾱν , παρθένιος of a maiden fem acc sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱν , παρθενία fem acc sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱν , παρθενίας son of a concubine masc acc sg (attic epic doric aeolic) παρθενίας son of a concubine masc acc sg… …
12Παρθενίας — Παρθενίᾱς , Παρθενίη virginity fem acc pl Παρθενίᾱς , Παρθενίη virginity fem gen sg (attic doric aeolic) …
13Παρθενίαι — Παρθενίᾱͅ , Παρθενίη virginity fem dat sg (attic doric aeolic) …
14Παρθενίαν — Παρθενίᾱν , Παρθενίη virginity fem acc sg (attic doric aeolic) …
15παρθενίοις — παρθένια signs of virginity neut dat pl παρθένιον feverfew neut dat pl παρθένιος of a maiden masc/neut dat pl παρθένιος of a maiden masc/fem/neut dat pl …
16παρθενίων — παρθένια signs of virginity neut gen pl παρθένιον feverfew neut gen pl παρθένιος of a maiden fem gen pl παρθένιος of a maiden masc/neut gen pl παρθένιος of a maiden masc/fem/neut gen pl …
17παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …
18παρθεία — ἡ, Α λ. που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δηλωθεί ότι η παρθενία είναι ιδιότητα σχεδόν θεϊκή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. κατά το παρθενία προκειμένου να επισημανθεί η θεία υπόσταση τής παρθενίας] …
19πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… …
20Αλκμάν — (7ος αι. π.Χ.).Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στις Σάρδεις της Μικράς Ασίας, αλλά έζησε και πέθανε στη Σπάρτη, όπου δίδαξε μουσική, χορό και ποίηση. Από τα πιο φημισμένα έργα του ήταν τα περίφημα παρθένια, είδος λυρικών ποιημάτων που τα τραγουδούσε… …