παρρησία
1παρρησία — παρρησίᾱ , παρρησία outspokenness fem nom/voc/acc dual παρρησίᾱ , παρρησία outspokenness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2παρρησία — η, ΝΜΑ 1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. η ελευθερία τής προσέγγισης, το θάρρος τού χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή… …
3παρρησίᾳ — παρρησίαι , παρρησία outspokenness fem nom/voc pl παρρησίᾱͅ , παρρησία outspokenness fem dat sg (attic doric aeolic) …
4παρρησία — η το θάρρος της γνώμης, η ειλικρινής έκφραση απόψεων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5παρρησίας — παρρησίᾱς , παρρησία outspokenness fem acc pl παρρησίᾱς , παρρησία outspokenness fem gen sg (attic doric aeolic) …
6παρρησίαι — παρρησία outspokenness fem nom/voc pl παρρησίᾱͅ , παρρησία outspokenness fem dat sg (attic doric aeolic) …
7παρρησίαν — παρρησίᾱν , παρρησία outspokenness fem acc sg (attic doric aeolic) …
8παρρησιῶν — παρρησία outspokenness fem gen pl …
9παρρησίαις — παρρησία outspokenness fem dat pl …
10παρρησίη — παρρησία outspokenness fem nom/voc sg (epic ionic) …