παροχικός
1παροχικός — ή, ό [παροχή] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί σε παροχή («παροχικός σίφωνας») …
2χορηγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χορηγία ή στο χορηγό, παροχικός, προμηθευτικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)