παροξυσμός
1παροξυσμός — irritation masc nom sg …
2παροξυσμός — ο, ΝΜΑ [παροξύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση 2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων νεοελλ. 1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται …
3παροξυσμός — ο 1. έξαψη, ερεθισμός. 2. παροδική νευρική κρίση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4παροξυσμοῖν — παροξυσμός irritation masc gen/dat dual …
5παροξυσμοῖς — παροξυσμός irritation masc dat pl …
6παροξυσμοῖσι — παροξυσμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7παροξυσμοῖσιν — παροξυσμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8παροξυσμοί — παροξυσμός irritation masc nom/voc pl …
9παροξυσμοῦ — παροξυσμός irritation masc gen sg …
10παροξυσμούς — παροξυσμός irritation masc acc pl …