παρνασσός
1Παρνασσός — lon masc nom sg …
2Παρνασσός — I Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρών Ηραίας. II Όρος της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ ΝΑ διεύθυνση στα όρια των νομών Βοιωτίας, Φωκίδας… …
3Παρνασσός — Sp Parnãsas Ap Παρνασσός/Parnassos L kk. ir nac. parkas C Graikijoje …
4Παρνασσός — ο βουνό της Στερεάς Ελλάδας, αλλιώς Λιάκουρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Парнас — (Παρνασσός, Παρνησός) священная гора в Греции (в Фокиде), связанная подобно Олимпу, Геликону, Киферону, с мифическими сказаниями и известная местонахождением на ней пифийского оракула. Гора П. считалась средоточием земли (όμφαλος γής), подобно… …
6Παρνασσοῦ — Παρνασσός lon masc gen sg …
7Παρνασσούς — Παρνασσός lon masc acc pl …
8Παρνασσῶν — Παρνασσός lon masc gen pl …
9Παρνασσῷ — Παρνασσός lon masc dat sg …
10Παρνασσόν — Παρνασσός lon masc acc sg …