παρεσπαρμένῃ
1παρεσπαρμένη — παρά σπείρω sow perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2παρεσπαρμένῃ — παρά , εἰσ παραμένω stay beside pres subj mp 2nd sg παρά , εἰσ παραμένω stay beside pres ind mp 2nd sg παρά , εἰσ παραμένω stay beside pres subj act 3rd sg παρά σπείρω sow perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …
3παρασπείρω — Α 1. σπέρνω κοντά σε κάτι 2. σπέρνω επί πλέον 3. διασπείρω, διασκορπίζω 4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό 5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.) …